- ἄδδιξ
- ἄδδιξ, ῐχος, ἡ,A measure of four χοίνικες, Ar.Fr.709.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
άδδιξ — ἄδδιξ ( ιχος), η (Α) μέτρο χωρητικότητας, που ισοδυναμούσε με τέσσερεις χοίνικες*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Πιθανόν πρόκειται για δάνειο από ξένη γλώσσα, όπως συμβαίνει με πολλές λέξεις που συνδέονται με έννοιες μετρήσεως π.χ. κοτύλη,… … Dictionary of Greek